διάπλεος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διάπλεος — ον βλ. διάπλεως … Dictionary of Greek
διάπλεως — διάπλεως, ων και διάπλεος, ον (AM) 1. υπερπλήρης, κατάμεστος 2. ο γεμάτος από κάτι, που διαθέτει κάτι σε αφθονία … Dictionary of Greek